- φθείρονται
- уничтожаются
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
φθείρονται — φθείρω destroy pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
καταπελματούμαι — καταπελματοῡμαι, όομαι (Α) (για σανδάλια) έχω φθαρμένα πέλματα, φθαρμένες σόλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πελματοῦμαι «φθείρονται οι σόλες μου» (< πέλμα, τος)] … Dictionary of Greek
προπαγάνδα — Βάση της π. είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, με τον οποίο ο προπαγανδιστής μεταδίδει στο κοινό μια πληροφορία με περισσότερο ή λιγότερο υποβλητική αξία. Οι τόσο γενικοί όμως αυτοί όροι δεν εξηγούν την… … Dictionary of Greek
πρόσληψη — η / πρόσληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και σε πάπ. πρόσλημψις Α [προσλαμβάνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσλαμβάνω, η επιπρόσθετη λήψη ενός πράγματος νεοελλ. 1. ο διορισμός ενός προσώπου σε μια υπηρεσία ή εργασία 2. (ψυχολ.) η πρόσκτηση και αφομοίωση … Dictionary of Greek
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
φτήνια — και φθήνια, η, Ν 1.η ιδιότητα τού φτηνού 2. μτφ. ευτέλεια («φτήνια τών συναισθημάτων») 3. παροιμ. «η φτήνια τρώει τον παρά» δηλώνει ότι τα προϊόντα που πωλούνται σε μικρές τιμές μπορεί να φαίνονται οικονομικά, τελικά όμως στοιχίζουν περισσότερο… … Dictionary of Greek
Αναξίμανδρος — I (Μίλητος 611/10 – 547/6 π.Χ.). Φιλόσοφος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Ήταν πάντως αρχηγός της Σχολής της Μιλήτου στα μέσα του 6ου αι., μετά τον Θαλή. Από το έργο του διασώζεται μια περικοπή που αναφέρει ο Αριστοτέλης και… … Dictionary of Greek